σχεδιαγράφημα

σχεδιαγράφημα
το, Ν
βλ. σχεδιογράφημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχεδιαγράφημα — το, ατος και σχεδιογράφημα, το ατος, σχεδιάγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχεδιογράφημα — και σχεδιαγράφημα, το, Ν το αποτέλεσμα τού σχεδιογραφώ, η παράσταση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω). Ο τ. σχεδιογράφημα… …   Dictionary of Greek

  • καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιογράφημα — το, ατος βλ. σχεδιαγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”